- αδικαιοδότητος
- ἀδικαιοδότητος, -ον (Α) [δικαιοδοτῶ]1. αυτός που δεν αποδίδει δικαιοσύνη2. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περιμένει απόδοση δικαιοσύνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδικαιοδοτήτου — ἀδικαιοδότητος where no justice can be got masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)